ολοιος

ολοιος
    ὀλοιός
    3, реже 2
    эп. = ὀλοός См. ολοος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ολοιος" в других словарях:

  • ολοιός — ὀλοιός, ή, όν (Α) (ποιητ. τ.) βλ. ολοός …   Dictionary of Greek

  • ὀλοιόν — ὀλοιός masc/fem acc sg ὀλοιός neut nom/voc/acc sg ὀλοός destructive masc acc sg (epic) ὀλοός destructive neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»